- νεβουλιά
- νεβουλιά, τὰ (Μ)τα ψαχνά τού σώματος γύρω από τα νεφρά, τα ισχία.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με τον ιταλ. διαλεκτ. τ. snembola (πρβλ. βεν. nombolo) < λατ. lumbulus, υποκορ. τού lumbus, -i «ισχίο», πιθ. με ανομοίωση (πρβλ. λαλαγγίτες: νελαγγίτες)].
Dictionary of Greek. 2013.